- κιχλοκόσσυφος
- κιχλοκόσσῠφος, ὁ, = Lat.A turdus, Edict.Diocl.4.27 ([place name] Aegira).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιχλοκόσσυφος — κιχλοκόσσυφος, ὁ (Α) είδος τσίχλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίχλα «τσίχλα» + κόσσυφος «κοτσύφι»] … Dictionary of Greek